λύδιος τρόπος

λύδιος τρόπος
Μία από τις συνολικά δεκαπέντε κλίμακες της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Προερχόταν από τη Λυδία και διδάχθηκε στην Ελλάδα από τον Όλυμπο, σύμφωνα με τον Αριστόξενο. Ο λύδιος, όπως και ο φρύγιος τρόπος, αποδίδονταν επίσης σε θεότητες ή ποιητές της Μικράς Ασίας, όπως τον Ύαγνι, τον Μαρσύα, την Κυβέλη και τον Όλυμπο. Ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι ο λ.τ. ήταν κατάλληλος για την ανατροφή των πολύ μικρών παιδιών. Παρεμφερείς με τον λ.τ. ήταν ο υπολύδιος, ο υπερλύδιος και ο μιξολύδιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λύδιος — α, ο (AM λύδιος, ία, ον, Α θηλ. και ος) [Λυδός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λυδία, αρχαία χώρα τής Μικράς Ασίας, ή προέρχεται από τη Λυδία, λυδικός 2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Λύδιος, η Λυδία ο Λυδός, η Λυδή, αυτός ή αυτή που… …   Dictionary of Greek

  • υπολύδιος — α, ο / ὑπολύδιος, ον, ΝΑ (στην αρχ. ελλην. μουσ.) η κατά μία πέμπτη χαμηλότερη κλίμακα τού λύδιου τρόπου νεοελλ. (στη μσν. ευρωπ. μουσ.) ο πλάγιος εκκλησιαστικός τρόπος που έχει ως βάση το φα και τού οποίου η έκταση κινείται από την πέμπτη… …   Dictionary of Greek

  • λυδιστί — (Α λυδιστί) επίρρ. κατά τη γλώσσα ή κατά τον τρόπο τών Λυδών αρχ. φρ. «λυδιστὶ ἁρμονία» (αρχ. ελλ. μουσ.) ο λύδιος τρόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λυδός + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. Γαλλ ιστί, Ιων ιστί)] …   Dictionary of Greek

  • μιξολύδιος — α, ο, θηλ. και ος (Α μιξολύδιος, ον) φρ. «μιξολύδιος τόνος» ή «μιξολύδιος τρόπος» ή «μιξολύδιος αρμονία» ένας από τους οκτάχορδους τρόπους τού διατονικού γένους, η δημιουργία τού οποίου αποδίδεται στη Σαπφώ ή στον Πυθαγόρα αρχ. αναμεμιγμένος με… …   Dictionary of Greek

  • συντονολυδιστί — Α φρ. «συντονολυδιστὶ ἀρμονία» μουσικός τρόπος ή ήχος κατά ένα τετράχορδο οξύτερος τού λυδίου, αλλ. υπερλύδιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύντονος «σύμφωνος» + λύδιος (< Λυδία) + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. μιξο λυδ ιστί)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”